- τρίγλη
- και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Απαλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν τοῡ ἔτους», Αθήν.)νεοελλ.(στον τ. τρίγλα) γένος σκορπιονοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό με την κοινή ονομασία καπόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριγ- τού τρίζω (πρβλ. παρακμ. τέ-τριγ-α) + επίθημα -λη (πρβλ. τρώγ-λη). Σημασιολογικά, η λ. συνδέεται με το ρ. τρίζω, λόγω τού χαρακτηριστικού ήχου που κάνουν τα βράγχια τού ψαριού καθώς το τραβούν έξω από το νερό (πρβλ. και γαλλ. grondin «είδος ψαριού» < gronder κροτώ, μουρμουρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.